- μεσέγγυον
- μεσέγγυον, τὸ (Α)1. μεσεγγύημα2. παρακαταθήκη3. ενέχυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου *μεσέγγυος κατά τα ουδ. ενέχυρον, δάνειον κ.τ.ό.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσέγγυον — μεσέγγυος third party masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσεγγυούχος — ο αυτός στον οποίο κατατίθεται το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσέγγυον + οῦχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek